Πολλοί ψυχολόγοι, όπως η Selma Fraiberg (1977) και ο Burton L. White (1975), έχουν στηρίξει
ότι η καθημερινή αποχώρηση του παιδιού μικρής ηλικίας από τη μητέρα του μπορεί να έχει
καταστρεπτικές συνέπειες για την ανάπτυξή του. Έτσι, είναι αντίθετοι με την ημερήσια
φροντίδα των μικρών παιδιών και κυρίως των βρεφών, από κέντρα προσχολικής αγωγής ή
άλλα άτομα (όπως baby sitters).
Παρόλα αυτά, οι συνεχείς κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές της σύγχρονης
κοινωνίας, έχουν οδηγήσει στην άποψη ότι η μητέρα δε θα πρέπει να θεωρείται πλέον ως η
μόνη πηγή ασφάλειας, φροντίδας, μάθησης και αγωγής του παιδιού. Εξάλλου, είναι πολλές
οι ώρες καθημερινά που η μητέρα χρειάζεται να αποχωρίζεται από το παιδί και αυτό να
περνάει ένα μεγάλο μέρος της μέρας του σε κάποιο κέντρο προσχολικής αγωγής ή να έχει
τη φροντίδα κάποιου τρίτου ατόμου.
Μία άποψη την οποία στηρίζω είναι ότι το παιδί μέχρι τα 2 πρώτα χρόνια της ζωής του είναι
καλό να βρίσκεται σε ένα οικείο γι αυτό περιβάλλον, να περιβάλλεται από γνωστά
πρόσωπα που θα ενασχοληθούν μαζί του στους δικούς του ρυθμούς και ανάγκες. Κάτι
τέτοιο συμβάλει πολύ θετικά στην ορθή σωματική και συναισθηματική του ανάπτυξη. Εάν
αυτό δεν είναι εφικτό να γίνει από την ίδια τη μητέρα, θα ήταν καλό να γίνει από ένα τρίτο
άτομο, εκπαιδευμένο στην προσχολική φροντίδα και αγωγή, που θα αποτελέσει τον κύριο
φορέα αγωγής και παροχής ερεθισμάτων προς το παιδί. Στόχος είναι το παιδί να
εξοικειωθεί με τον καιρό με το συγκεκριμένο άτομο, να νιώσει ασφάλεια και σταθερότητα
και να μπορέσει έτσι να αναπτυχθεί, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, σε ένα περιβάλλον
οικείο και προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.
Τα σύγχρονα δεδομένα δείχνουν ότι μετά τα 2-3 πρώτα της ζωής ενός παιδιού, ξεκινάει η
ανάγκη του να βρίσκεται με άλλα παιδιά, να συνεργάζεται και να μοιράζεται βιώματα.
Παρουσιάζεται πλέον η ανάγκη να αναπτύσσει νέες γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, τις
οποίες μπορεί να αποκτήσει και να εξασκήσει επιτυχημένα στο περιβάλλον του παιδικού
σταθμού. Έτσι, σε αυτό το στάδιο το παιδί μπορεί πλέον να ενταχθεί σταδιακά σε κάποιο
κέντρο προσχολικής αγωγής και φροντίδας, το οποίο εφόσον παρέχει υψηλής ποιότητας
υπηρεσίες, μπορεί να συντελέσει πολύ θετικά στη μετέπειτα νοητική και κοινωνική του
ανάπτυξη.
Έξι χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία πιστεύεται ότι συμβάλλουν στην υψηλή ποιότητα
της ημερήσιας φροντίδας είναι τα εξής:
1. Καθημερινό πρόγραμμα δραστηριοτήτων που είναι αναπτυξιακά κατάλληλες και
σχεδιασμένες να προάγουν τη νοητική, κοινωνική, συναισθηματική και σωματική
ανάπτυξη των παιδιών.
2. Προσωπικό με ειδική εκπαίδευση στη φροντίδα των παιδιών, προσανατολισμένο στις
διαδικασίες υγείας και ασφάλειας σε συγκεκριμένα πλαίσια.
3. Επαρκή και θρεπτικά γεύματα.
4. Αρχείο υγείας για κάθε παιδί.
5. Ευκαιρίες για τους γονείς να παρατηρήσουν το περιβάλλον και να συζητήσουν τις
ανάγκες των παιδιών πριν από την εγγραφή τους και σε όλη τη διάρκεια της φοίτησης τους
στο σταθμό.
6. Μικρές ομάδες και λίγα παιδιά ανά μέλος του προσωπικού.
Ο παιδικός σταθμός είναι μία μικρή κοινωνία, η πρώτη που εντάσσεται το παιδί, μετά την
οικογένεια. Ο παιδικός σταθμός θα πρέπει να είναι ένα περιβάλλον στο οποίο το παιδί
λαμβάνει φροντίδα, αγάπη και ασφάλεια. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το παιδί καλείται
να γνωρίσει ένας ανθρώπους, να μάθει νέα πράγματα και να ζήσει νέες εμπειρίες και να
διαμορφώσει προσωπικότητα. Μέσα από τις εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές
δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στον παιδικό σταθμό, από εξιδεικευμένους
παιδαγωγούς, τα παιδιά μαθαίνουν να κοινωνικοποιούνται, να συνεργάζονται, να υπακούν
σε κανόνες, να μοιράζονται και να σέβονται τους συνανθρώπους τους. Ταυτόχρονα,
καλλιεργούν πολλές ικανότητες και δεξιότητες, αυτονομούνται, ανεξαρτητοποιούνται,
αλλά και διασκεδάζουν.
Εν κατακλείδι, ο παιδικός σταθμός μπορεί να αποτελέσει ιδανικό περιβάλλον για την υγιή
σωματική, νοητική και ψυχική ανάπτυξη ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας, αρκεί να
παρέχονται υψηλής ποιότητας υπηρεσίες από εξειδικευμένο στην προσχολική αγωγή και
φροντίδα προσωπικό.
Comments
Post a Comment