Κατά την
πρώτη νηπιακή ηλικία (2ο-3ο έτος), το παιδί προσπαθεί να
αντιμετωπίσει την ψυχοκοινωνική κρίση που ο Erikson ονομάζει «αυτονομία ή
αμφισβήτηση/αμφιβολία». Ξεκινά την πορεία του προς την αυτονομία και σταδιακά
παύει να είναι «ένα» με τη μητέρα του. Το παιδί συνειδητοποιεί ότι είναι μία
ανεξάρτητη οντότητα, με πολλές επιλογές και μπορεί να αποφασίζει το ίδιο για το
τι θα κάνει, αλλά και πως θα το κάνει.
Σε αυτή
τη φάση το παιδί μαθαίνει τα όρια του, αφού δοκιμάσει τη δύναμή του προς τους
άλλους και ελέγξει τις αντιδράσεις αυτών. Αυτή η περίοδος είναι μία έντονη και γεμάτη
συγκρούσεις φάση για το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο όμως καλείται να τη
διαχειριστεί κατάλληλα ώστε και να δημιουργηθεί η σωστή βάση διαπαιδαγώγησης
του νηπίου, αλλά και αυτό να υποστηριχτεί κατάλληλα προκειμένου να αναπτύξει
την αυτονομία του.
Το παιδί
σε αυτή την ηλικία χαρακτηρίζεται από έναν συνεχή αρνητισμό, πείσμα και
ξεσπάσματα οργής σε όλες τις απαγορεύσεις των γονιών του, ένα φαινόμενο όμως
που σταδιακά ελαττώνεται μετά τα 2,5 χρόνια της ζωής του.
Είναι
πιθανόν οι γονείς να πανικοβληθούν μπροστά στο βίαιο ξέσπασμα του παιδιού τους,
αλλά το γεγονός ότι το παιδί αρχίζει και ανεξαρτητοποιείται τους ικανοποιεί, αν
και να πολλοί δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν ότι το παιδί τους τους χρειάζεται
όλο και λιγότερο.
Οι
γονείς, αλλά και γενικότερα οι ενήλικοι του περιβάλλοντος του παιδιού, πρέπει
να υποστηρίξουν το παιδί σε αυτή του την πορεία προς την αυτονομία,
επιδεικνύοντας μεγάλη υπομονή και σταθερότητα στην συμπεριφορά τους. Θα πρέπει
να είναι ρεαλιστές σε ότι αφορά τις ικανότητες του παιδιού και ούτε να τις
υπερτιμούν, αλλά ούτε και να τις υποτιμούν. Θα πρέπει να του αφήνουν περιθώρια
για επιλογές και να το ενθαρρύνουν να νιώθει περήφανο και ευχαριστημένο με
αυτές του τις επιλογές. Το παιδί δε θα πρέπει να νιώθει ότι οι επιλογές του
συνδέονται με αποτυχία, κάτι το οποίο θα το απογοητεύσει και σε καμία περίπτωση
δε θα τονώσει την αυτοπεποίθηση του και δε θα βοηθήσει στην υγιή πορεία του
προς την αυτονομία.
Είναι
σημαντικό να γνωρίζουμε ότι όταν το παιδί νιώσει ότι οι επιλογές του
ματαιώνονται οδηγείται σε ξεσπάσματα οργής, χτυπώντας τους γύρω του ή
καταστρέφοντας αντικείμενα. Αν ο γονιός μπει στη διαδικασία μετωπικής
σύγκρουσης με το παιδί, μπορεί το παιδί να εξοργιστεί παραπάνω και να γίνει
ανεξέλεγκτη η συμπεριφορά του, στην προσπάθεια του να νικήσει το γονιό, είτε να
παρατήσει οποιαδήποτε προσπάθεια για αυτονομία.
Έτσι
λοιπόν, προτείνεται οι ενήλικοι του περιβάλλοντος του παιδιού να λειτουργούν με
αδιαφορία και υπομονή κατά τα ξεσπάσματα του, καθώς αυτά θεωρούνται φυσιολογικά
για τη φάση της ζωής του που διανύει. Θα πρέπει βέβαια να δοθεί προσοχή και η
αδιαφορία αυτή δε θα πρέπει να διαρκεί πολύ, δίνοντας στο παιδί την εντύπωση
ότι απορρίπτεται. Όταν σταματάει η άσχημη συμπεριφορά του παιδιού, θα πρέπει να
συνεχίζεται η ροή των πραγμάτων χωρίς να γίνεται αναφορά σε αυτή τη
συμπεριφορά.
Ταυτόχρονα,
οι ενήλικες θα πρέπει να ενθαρρύνουν το παιδί να κάνει τις επιλογές του για
πράγματα που αφορούν την καθημερινότητά του όπως για το τι φαγητό θα φάει, τι
ρούχα θα φορέσει κτλ. και αυτές του οι επιλογές να γίνονται δεκτές ανεξαρτήτων
των επιπτώσεων. Για παράδειγμα αν το παιδί επιλέξει να μην φάει, θα μείνει
νηστικό.
Γενικά
οι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν το παιδί, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην κρίση του
και αναγνωρίζοντας τις επιθυμίες του. Πάντοτε βέβαια το παιδί πρέπει να
οριοθετείται και να ακολουθεί κάποιους κανόνες. Εξάλλου, η έλλειψη ορίων και
κανόνων, δημιουργεί στο παιδί μία σύγχυση και ένα χάος μέσα στο οποίο θα είναι
πολύ δύσκολο να λειτουργήσει.
Comments
Post a Comment